κόπτης — ο, θηλ. κόπτρια βλ. κόφτης … Dictionary of Greek
κοπτῆς — κοπτή fem gen sg (attic epic ionic) κοπτός chopped small fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόπτῃς — κόπτω cut pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταποτιοκόπτης — ο (φαρμ.) εργαλείο τών φαρμακοποιών με το οποίο κατατέμνουν μια φαρμακευτική ζύμη σε χάπια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταπότιο(ν) + κόπτης (< κόπτης < κόπτω), πρβλ. σιτο κόπτης, χαρτο κόπτης] … Dictionary of Greek
κεφαλοκόπτης — κεφαλοκόπτης, ὁ (Μ) αυτός που κόβει το κεφάλι, αποκεφαλιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + κόπτης (< κόπτης < κόβω), πρβλ. νυχο κόπτης, χαρτο κόπτης] … Dictionary of Greek
καφεκόπτης — ο ο ιδιοκτήτης τού καφεκοπτείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < καφές + κόπτης (< κό πτω), πρβλ. κρεο κόπτης, χαρτο κόπτης] … Dictionary of Greek
κρεατοκόπτης — και κρεοκόπτης, ο 1. μεγάλο μαχαίρι ή μικρό τσεκούρι για το κόψιμο κρέατος 2. ειδικό μηχάνημα που χρησιμεύει για την πολτοποίηση τού κρέατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο (βλ. κρε[ο] ) + κόπτης (< κόπτω), πρβλ. νυχο κόπτης, χαρτο κόπτης] … Dictionary of Greek
κόφτης — και κόπτης, ο θηλ. κόπτρια και κόφτρα 1. τεχνίτης ειδικός στο να κόβει υφάσματα ή δέρματα για κατασκευή ενδυμάτων ή υποδημάτων 2. (το αρσ.) εργαλείο με το οποίο κόβονται ή υφίστανται κατεργασία σκληρά αντικείμενα, αλλ. κοπέας 3. κόλακας 4. το θηλ … Dictionary of Greek
λιθοκόπτης — ο 1. εργάτης που κόβει λίθους 2. μηχανή που κόβει λίθους σε ορισμένο μέγεθος και σχήμα, αλλ. λιθοκοπτική μηχανή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + κόπτης (< κόπτω), πρβλ. νυχο κόπτης] … Dictionary of Greek
νυχοκόπτης — ο μικρό μεταλλικό εργαλείο για το κόψιμο τών νυχιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύχι + κόπτης (< κόπτω), πρβλ. χαρτο κόπτης] … Dictionary of Greek